同情
同情 ελληνικός ορισμός
tóng qíng
- συμπάθεια
tóng qíng
- συμπάθεια
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 同情
-
我都很同情他。
Wǒ dū hěn tóngqíng tā.