同胞 έννοια και προφορά

同胞
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

同胞 ελληνικός ορισμός

tóng bāo

  • αμφιθαλής αδελφός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tóng): με
  • (bāo): κύτταρο