后代 έννοια και προφορά

后代
Απλοποιημένη λέξη
後代
Παραδοσιακή λέξη

后代 ελληνικός ορισμός

hòu dài

  • απόγονος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (hòu): οπισθεν
  • (dài): γενιά