哭泣 έννοια και προφορά

哭泣
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

哭泣 ελληνικός ορισμός

kū qì

  • κραυγή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kū): κραυγή
  • (qì): κλαίω