土壤 έννοια και προφορά

土壤
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

土壤 ελληνικός ορισμός

tǔ rǎng

  • έδαφος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tǔ): γη
  • (rǎng): εδαφος