坚持
堅持
坚持 ελληνικός ορισμός
jiān chí
- να τηρούν
jiān chí
- να τηρούν
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 坚持
-
他一直坚持自己的看法。
Tā yīzhí jiānchí zìjǐ de kànfǎ.