垄断 έννοια και προφορά

垄断
Απλοποιημένη λέξη
壟斷
Παραδοσιακή λέξη

垄断 ελληνικός ορισμός

lǒng duàn

  • μονοπώλιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǒng): κορυφογραμμή
  • (duàn): διακοπή