堵塞 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 堵塞 ελληνικός ορισμός dǔ sè εμφραξη HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 堵 (dǔ): αποκλεισμός 塞 (sāi): βύσμα