塑料袋 έννοια και προφορά

塑料袋
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

塑料袋 ελληνικός ορισμός

sù liào dài

  • πλαστική σακούλα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (sù): πλαστική ύλη
  • (liào): υλικό
  • (dài): τσάντα

Παραδείγματα ποινών με 塑料袋

  • 为了保护环境,请不要使用塑料袋 。
    Wèile bǎohù huánjìng, qǐng bùyào shǐyòng sùliào dài.