多余 έννοια και προφορά

多余
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

多余 ελληνικός ορισμός

duō yú

  • περιττός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (duō): πολλά
  • (yú): περισσότερο από