失业 έννοια και προφορά

失业
Απλοποιημένη λέξη
失業
Παραδοσιακή λέξη

失业 ελληνικός ορισμός

shī yè

  • ανεργία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shī): χάνω
  • (yè): βιομηχανία