奔波 έννοια και προφορά

奔波
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

奔波 ελληνικός ορισμός

bēn bō

  • τρέχουν γύρω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bēn): τρέξιμο
  • (bō): κύμα