奠定 έννοια και προφορά

奠定
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

奠定 ελληνικός ορισμός

diàn dìng

  • λαϊκός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (diàn): λαϊκός
  • (dìng): σειρά