妨碍 έννοια και προφορά

妨碍
Απλοποιημένη λέξη
妨礙
Παραδοσιακή λέξη

妨碍 ελληνικός ορισμός

fáng ài

  • εμποδίζω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fáng): κανω κακο
  • (ài): εμποδίζω