姑且 έννοια και προφορά

姑且
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

姑且 ελληνικός ορισμός

gū qiě

  • διστακτικά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gū): θεία
  • (qiě): και