存
存 ελληνικός ορισμός
cún
- αποθηκεύσετε
cún
- αποθηκεύσετε
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 存
-
我把钱存进了银行。
Wǒ bǎ qián cún jìnle yínháng.
Λέξεις που περιέχουν 存, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
存 (cún): αποθηκεύσετε
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 保存 (bǎo cún) : αποθηκεύσετε
- 存在 (cún zài) : υπάρχει
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 储存 (chǔ cún) : κατάστημα
- 生存 (shēng cún) : επιζώ