季节 έννοια και προφορά

季节
Απλοποιημένη λέξη
季節
Παραδοσιακή λέξη

季节 ελληνικός ορισμός

jì jié

  • εποχή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jì): εποχή
  • (jié): ενότητα

Παραδείγματα ποινών με 季节

  • 一年有四个季节。
    Yī nián yǒu sì gè jìjié.