安静 έννοια και προφορά

安静
Απλοποιημένη λέξη
安靜
Παραδοσιακή λέξη

安静 ελληνικός ορισμός

ān jìng

  • κάνε ησυχία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (ān): ενα
  • (jìng): ησυχια

Παραδείγματα ποινών με 安静

  • 孩子们都睡着了,家里安静了下来。
    Háizimen dōu shuìzhele, jiālǐ ānjìngle xiàlái.
  • 请安静桌子上的铅笔给我。
    Qǐng ānjìng zhuōzi shàng de qiānbǐ gěi wǒ.
  • 她坐在窗户旁边安静地看书。
    Tā zuò zài chuānghù pángbiān ānjìng de kànshū.
  • 图书馆为大家提供了安静的阅读环境。
    Túshū guǎn wéi dàjiā tígōngle ānjìng de yuèdú huánjìng.
  • 因为教室里没什么人,所以很安静。
    Yīnwèi jiàoshì lǐ méishénme rén, suǒyǐ hěn ānjìng.