完整 έννοια και προφορά

完整
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

完整 ελληνικός ορισμός

wán zhěng

  • πλήρης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wán): φινίρισμα
  • (zhěng): ολόκληρος