定期 έννοια και προφορά

定期
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

定期 ελληνικός ορισμός

dìng qī

  • τακτικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dìng): σειρά
  • (qī): περίοδος