客人 έννοια και προφορά

客人
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

客人 ελληνικός ορισμός

kè rén

  • οι καλεσμένοι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kè): πελάτης
  • (rén): ανθρωποι

Παραδείγματα ποινών με 客人

  • 这是我们这儿最大的宾馆,可以住 300 个客人。
    Zhè shì wǒmen zhè'er zuìdà de bīnguǎn, kěyǐ zhù 300 gè kèrén.
  • 我们热情地欢迎客人。
    Wǒmen rèqíng de huānyíng kèrén.
  • 春节的时候,家里会来很多客人。
    Chūnjié de shíhòu, jiālǐ huì lái hěnduō kèrén.