容易 έννοια και προφορά

容易
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

容易 ελληνικός ορισμός

róng yì

  • ανετα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (róng): περιεχόμενο
  • (yì): ανετα

Παραδείγματα ποινών με 容易

  • 这个问题很容易回答。
    Zhège wèntí hěn róngyì huídá.
  • 在森林里吸烟很危险,容易着火。
    Zài sēnlín lǐ xīyān hěn wéixiǎn, róngyì zháohuǒ.