寂寞 έννοια και προφορά

寂寞
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

寂寞 ελληνικός ορισμός

jì mò

  • μοναχικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jì): μοναχικός
  • (mò): μοναχικός