密度 έννοια και προφορά

密度
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

密度 ελληνικός ορισμός

mì dù

  • πυκνότητα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mì): πυκνός
  • (dù): βαθμός