密码 έννοια και προφορά

密码
Απλοποιημένη λέξη
密碼
Παραδοσιακή λέξη

密码 ελληνικός ορισμός

mì mǎ

  • κωδικός πρόσβασης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mì): πυκνός
  • (mǎ): κώδικας

Παραδείγματα ποινών με 密码

  • 我把信用卡的密码忘了。
    Wǒ bǎ xìnyòngkǎ de mìmǎ wàngle.