小吃 έννοια και προφορά

小吃
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

小吃 ελληνικός ορισμός

xiǎo chī

  • πρόχειρο φαγητό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xiǎo): μικρό
  • (chī): τρώω

Παραδείγματα ποινών με 小吃

  • 来北京一定要尝一尝北京的小吃。
    Lái běijīng yīdìng yào cháng yī cháng běijīng de xiǎochī.