尽力 έννοια και προφορά

尽力
Απλοποιημένη λέξη
盡力
Παραδοσιακή λέξη

尽力 ελληνικός ορισμός

jìn lì

  • βάλε τα δυνατά σου

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jǐn): εξαντλημένος
  • (lì): δύναμη