展开 έννοια και προφορά

展开
Απλοποιημένη λέξη
展開
Παραδοσιακή λέξη

展开 ελληνικός ορισμός

zhǎn kāi

  • ξεδιπλωθεί

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhǎn): έκθεση
  • (kāi): άνοιξε