巧克力
巧克力 ελληνικός ορισμός
qiǎo kè lì
- σοκολάτα
qiǎo kè lì
- σοκολάτα
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 巧克力
-
我最爱吃巧克力了。
Wǒ zuì ài chī qiǎokèlìle.