干劲 έννοια και προφορά

干劲
Απλοποιημένη λέξη
幹勁
Παραδοσιακή λέξη

干劲 ελληνικός ορισμός

gàn jìn

  • ενθουσιασμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gàn): στεγνός
  • (jìn): δύναμη