干杯 έννοια και προφορά

干杯
Απλοποιημένη λέξη
幹杯
Παραδοσιακή λέξη

干杯 ελληνικός ορισμός

gān bēi

  • στην υγειά σας

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gàn): στεγνός
  • (bēi): φλιτζάνι

Παραδείγματα ποινών με 干杯

  • 祝大家节日快乐,干杯!
    Zhù dàjiā jiérì kuàilè, gānbēi!