干预 έννοια και προφορά

干预
Απλοποιημένη λέξη
幹預
Παραδοσιακή λέξη

干预 ελληνικός ορισμός

gān yù

  • παρέμβαση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gàn): στεγνός
  • (yù): προβλέπω