平面 έννοια και προφορά

平面
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

平面 ελληνικός ορισμός

píng miàn

  • διαμέρισμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (píng): επίπεδο
  • (miàn): επιφάνεια