广告
廣告
广告 ελληνικός ορισμός
guǎng gào
- διαφήμιση
guǎng gào
- διαφήμιση
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 广告
-
我在报纸上看到了你们的广告。
Wǒ zài bàozhǐ shàng kàn dàole nǐmen de guǎnggào.