开心 έννοια και προφορά

开心
Απλοποιημένη λέξη
開心
Παραδοσιακή λέξη

开心 ελληνικός ορισμός

kāi xīn

  • ευτυχισμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kāi): άνοιξε
  • (xīn): καρδιά

Παραδείγματα ποινών με 开心

  • 妹妹开心地笑了。
    Mèimei kāixīn dì xiàole.
  • 大家玩儿得很开心,甚至忘了时间。
    Dàjiā wán er dé hěn kāixīn, shènzhì wàngle shíjiān.