开支 έννοια και προφορά

开支
Απλοποιημένη λέξη
開支
Παραδοσιακή λέξη

开支 ελληνικός ορισμός

kāi zhī

  • δαπάνη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kāi): άνοιξε
  • (zhī): υποστήριξη