开明 έννοια και προφορά

开明
Απλοποιημένη λέξη
開明
Παραδοσιακή λέξη

开明 ελληνικός ορισμός

kāi míng

  • φωτισμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kāi): άνοιξε
  • (míng): λαμπρός