开辟 έννοια και προφορά

开辟
Απλοποιημένη λέξη
開辟
Παραδοσιακή λέξη

开辟 ελληνικός ορισμός

kāi pì

  • ανοίγω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kāi): άνοιξε
  • (pì): ανοίγω