开除 έννοια και προφορά

开除
Απλοποιημένη λέξη
開除
Παραδοσιακή λέξη

开除 ελληνικός ορισμός

kāi chú

  • απελάθηκε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kāi): άνοιξε
  • (chú): εκτός