往往
往往 ελληνικός ορισμός
wǎng wǎng
- συχνά
wǎng wǎng
- συχνά
HSK level
Χαρακτήρες
- 往 (wǎng): προς το
Παραδείγματα ποινών με 往往
-
星期天,他往往去公园散步。
Xīngqítiān, tā wǎngwǎng qù gōngyuán sànbù.