徒弟 έννοια και προφορά

徒弟
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

徒弟 ελληνικός ορισμός

tú dì

  • μαθητευόμενος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tú): μόνο
  • (dì): νεότερος αδερφός