得(助动词) έννοια και προφορά

得(助动词)
Απλοποιημένη λέξη
得(助動詞)
Παραδοσιακή λέξη

得(助动词) ελληνικός ορισμός

  • λήψη (βοηθητικό ρήμα)

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dé): παίρνω