得意 έννοια και προφορά

得意
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

得意 ελληνικός ορισμός

dé yì

  • υπερήφανος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dé): παίρνω
  • (yì): έννοια

Παραδείγματα ποινών με 得意

  • 工作取得了成功,大家都很得意。
    Gōngzuò qǔdéle chénggōng, dàjiā dōu hěn déyì.