心血 έννοια και προφορά

心血
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

心血 ελληνικός ορισμός

xīn xuè

  • σκληρή δουλειά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xīn): καρδιά
  • (xuè): αίμα