必然 έννοια και προφορά

必然
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

必然 ελληνικός ορισμός

bì rán

  • αναπόφευκτος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bì): πρέπει
  • (rán): φυσικά