忍不住 έννοια και προφορά

忍不住
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

忍不住 ελληνικός ορισμός

rěn bu zhù

  • δεν μπορώ να βοηθήσω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rěn): υποφέρω
  • (bù): μην
  • (zhù): ζω