忍耐 έννοια και προφορά

忍耐
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

忍耐 ελληνικός ορισμός

rěn nài

  • υπομονή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rěn): υποφέρω
  • (nài): ανθεκτικός