恍然大悟 έννοια και προφορά

恍然大悟
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

恍然大悟 ελληνικός ορισμός

huǎng rán dà wù

  • ξαφνικά συνειδητοποίησα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (huǎng): ασαφής
  • (rán): φυσικά
  • (dà): μεγάλο
  • (wù): συνειδητοποιώ