恍然大悟
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
恍然大悟 ελληνικός ορισμός
huǎng rán dà wù
- ξαφνικά συνειδητοποίησα
huǎng rán dà wù
- ξαφνικά συνειδητοποίησα