悲哀 έννοια και προφορά

悲哀
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

悲哀 ελληνικός ορισμός

bēi āi

  • λύπη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bēi): λυπημένος
  • (āi): λύπη