惭愧 έννοια και προφορά

惭愧
Απλοποιημένη λέξη
慚愧
Παραδοσιακή λέξη

惭愧 ελληνικός ορισμός

cán kuì

  • ντροπιασμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (cán): ντροπιασμένος
  • (kuì): ντροπιασμένος